παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… … Dictionary of Greek
σιτόκουρος — ὁ, Α αυτός που μόνο τρώει και δεν εργάζεται, χαραμοψώμης, χαραμοφάης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κουρος (< κουρά «κόψιμο, αποκοπή, κούρεμα»), πρβλ. βιό κουρος] … Dictionary of Greek
τζαμπατζής — και τσαμπατζής, ο, θηλ. τζαμπατζίδισσα και τζαμπατζού Ν 1. αυτός που συστηματικά επιδιώκει να αποκτήσει κάτι χωρίς πληρωμή και τό κατορθώνει, χαραμοφάης, αμακαδόρος, παρακεντές 2. (ειδικά) αυτός που παρακολουθεί θεατρική ή άλλη παράσταση χωρίς να … Dictionary of Greek
χαραμοφάγος — ο, θηλ. χαραμοφάγισσα και χαραμοφάγα, Ν βλ. χαραμοφάης … Dictionary of Greek
χαραμοφάς — ο, Ν βλ. χαραμοφάης … Dictionary of Greek
χασαπόσκυλο — το, Ν 1. αδέσποτος μεγαλόσωμος σκύλος που συχνάζει στα κρεοπωλεία 2. μτφ. (για πρόσ.) χαραμοφάης … Dictionary of Greek
παράσιτο — το (ουσ.) 1. οργανισμός προσκολλημένος σε άλλον από τον οποίο ζει και τρέφεται: Η ψείρα, ο κοριός, ο εχινόκοκκος είναι παράσιτα. 2. μτφ., αυτός που με κολακείες κι άλλες εξευτελιστικές υπηρεσίες κατορθώνει να ζει σε βάρος άλλου, αλλιώς παρακεντές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαραμοφάγος — χαραμοφάγος, ο και χαραμοφάς, ο και χαραμοφάης, ο θηλ. χαραμοφάγα και χαραμοφάισσα ουδ. χαραμοφάικο αυτός που τρώει το ψωμί του χαράμι, αυτός που τρέφεται σε βάρος άλλου: Τι τον έχεις αυτόν το χαραμοφάγο στο σπίτι σου και δεν τον βάνεις να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)